- κηπαίαν
- κηπαίᾱν , κηπαῖοςoffem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηδύοσμος — η, ο (AM ἡδύοσμος, ον) 1. αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη οσμή, ο εύοσμος 2. (το ουδ. ή το αρσ. ως ουσ.) τὸ ἡδύοσμον ἡὁ ἡδύοσμος το φυτό μίνθη, κν. δυόσμος («εἰς κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῑν, ἥν τινες ἡδύοσμον καλοῡσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * … Dictionary of Greek